-
1 τριβολ-εκ-τράπελα
τριβολ-εκ-τράπελα, στωμύλλειν, Ar. Nubb. 990, abgedroschene Sticheleien, Witze im Munde führen, Gloss. ἀντὶ τοῦ σκληρὰ καὶ ἀπαίδευτα καὶ ἀπόβλητα. S. das Folgde.
1 τριβολ-εκ-τράπελα
τριβολ-εκ-τράπελα, στωμύλλειν, Ar. Nubb. 990, abgedroschene Sticheleien, Witze im Munde führen, Gloss. ἀντὶ τοῦ σκληρὰ καὶ ἀπαίδευτα καὶ ἀπόβλητα. S. das Folgde.